- περισχοινίζω
- ΝΑ1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινίαρχ.1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ μηδείς, ἀνεπόπτευτος ὤν», Πολυδ.)2. μέσ. περισχοινίζομαι(για την βουλή τού Αρείου Πάγου) διαχωρίζομαι με σχοινί που χρησιμοποιείται ως φραγμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -σχοινίζω (< σχοῖνος), πρβλ. παρα-σχοινίζω].
Dictionary of Greek. 2013.